ωχραίνω

ωχραίνω
ώχρανα, ωχράνθηκα
1. κάνω κάτι κίτρινο, το κιτρινίζω.
2. γίνομαι κίτρινος, χάνω το χρώμα μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωχραίνω — ὠχραίνω ΝΑ [ὠχρός] 1. καθιστώ κάτι ωχρό, κίτρινο 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι ωχρός …   Dictionary of Greek

  • ωχραντικός — ή, όν, Α [ὠχραίνω] αυτός που καθιστά κάποιον ή κάτι ωχρό. επίρρ... ὠχραντικῶς Α (ιδίως για τους πάσχοντες από ίκτερο) κατά τρόπο ωχραντικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”